although
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Σύνδεσμος
επεξεργασία
although (en)
- αν και, παρόλο, μολονότι, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή μιας πρότασης όπου η πρόταση φαίνεται εκπληκτική
- ⮡ Although he had children, he was left alone in the end.
- Αν και είχε παιδιά, έμεινε στο τέλος μόνος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο even though
- ⮡ Although he had children, he was left alone in the end.