even though
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαeven though (en)
- (ιδιωματισμός) μολονότι, παρόλο που, όσο και να, κι ας
- ⮡ Even though he is smart, he doesn’t understand this.
- Μολονότι είναι έξυπνος, δεν το καταλαβαίνει αυτό.
- ⮡ I will go even though she does not want me there.
- Εγώ θα πάω παρόλο που δεν με θέλει εκεί.
- ⮡ Even though we don’t want it to be, it is the reality.
- Όσο και να μην το θέλουμε, αυτή είναι η πραγματικότητα.
- ⮡ We continued writing even though we were tired.
- Συνεχίσαμε να γράφουμε κι ας ήμασταν κουρασμένοι.
- ⮡ Even though he is smart, he doesn’t understand this.