Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προτερόχρονο τα προτερόχρονα
      γενική του προτερόχρονου των προτερόχρονων
    αιτιατική το προτερόχρονο τα προτερόχρονα
     κλητική προτερόχρονο προτερόχρονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτερόχρονο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προτερόχρονος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προτερόχρονο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

προτερόχρονο