προτερόχρονο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προτερόχρονο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προτερόχρονος
Ουσιαστικό επεξεργασία
προτερόχρονο ουδέτερο
- (γραμματική) κάτι που συμβαίνει, συνέβη ή θα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν από κάποια άλλη πράξη
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προτερόχρονο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
προτερόχρονο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του προτερόχρονος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προτερόχρονος