Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προτερόχρονος η προτερόχρονη το προτερόχρονο
      γενική του προτερόχρονου της προτερόχρονης του προτερόχρονου
    αιτιατική τον προτερόχρονο την προτερόχρονη το προτερόχρονο
     κλητική προτερόχρονε προτερόχρονη προτερόχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προτερόχρονοι οι προτερόχρονες τα προτερόχρονα
      γενική των προτερόχρονων των προτερόχρονων των προτερόχρονων
    αιτιατική τους προτερόχρονους τις προτερόχρονες τα προτερόχρονα
     κλητική προτερόχρονοι προτερόχρονες προτερόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προτερόχρονος < πρότερος + -ο- + χρόνος

  Επίθετο επεξεργασία

προτερόχρονος, -η, -ο

  1. που συμβαίνει, συνέβη ή θα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν από κάποια άλλη πράξη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (γραμματική) προτερόχρονο: κάτι που συμβαίνει, συνέβη ή θα συμβεί σε προηγούμενο χρόνο, πριν από κάποια άλλη πράξη

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία