πρότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρότερος | η | πρότερη | το | πρότερο |
γενική | του | πρότερου | της | πρότερης | του | πρότερου |
αιτιατική | τον | πρότερο | την | πρότερη | το | πρότερο |
κλητική | πρότερε | πρότερη | πρότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρότεροι | οι | πρότερες | τα | πρότερα |
γενική | των | πρότερων | των | πρότερων | των | πρότερων |
αιτιατική | τους | πρότερους | τις | πρότερες | τα | πρότερα |
κλητική | πρότεροι | πρότερες | πρότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρότερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπρότερος, -η, -ο
- αυτός που αλληλουχιακά προηγείται κάτι ή κάποιου άλλου