προεόρτιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεόρτιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεόρτιος < αρχαία ελληνική πρό + -εόρτιος (ἑορτή, δείτε και ἑόρτιος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.eˈoɾ.ti.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ε‐όρ‐τι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαπροεόρτιος, -α, -ο
- που συμβαίνει πριν από μία γιορτή
- (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό → δείτε τη λέξη προεόρτια
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεόρτιος
|
Πηγές
επεξεργασία- προεόρτιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προεόρτιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- προεόρτιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεόρτιος
Επίθετο
επεξεργασίαπροεόρτιος, -ος, -ον
- όπως προεόρτιος
Παράγωγα
επεξεργασία- προεόρτια (ουδέτερο, πληθυντικός)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἑορτή
Πηγές
επεξεργασία- προεόρτιος σελ.6105 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | προεόρτιος | τὸ | προεόρτιον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | προεορτίου | τοῦ | προεορτίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | προεορτίῳ | τῷ | προεορτίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | προεόρτιον | τὸ | προεόρτιον | ||
κλητική ὦ! | προεόρτιε | προεόρτιον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | προεόρτιοι | τὰ | προεόρτιᾰ | ||
γενική | τῶν | προεορτίων | τῶν | προεορτίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | προεορτίοις | τοῖς | προεορτίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | προεορτίους | τὰ | προεόρτιᾰ | ||
κλητική ὦ! | προεόρτιοι | προεόρτιᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προεορτίω | τὼ | προεορτίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προεορτίοιν | τοῖν | προεορτίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προεόρτιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρό + -εόρτιος (ἑορτή, δείτε και ἑόρτιος)
Επίθετο
επεξεργασίαπροεόρτιος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- όπως προεόρτιος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἑορτή
Πηγές
επεξεργασία- προεόρτιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.