↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεόρτιος η προεόρτια το προεόρτιο
      γενική του προεόρτιου της προεόρτιας του προεόρτιου
    αιτιατική τον προεόρτιο την προεόρτια το προεόρτιο
     κλητική προεόρτιε προεόρτια προεόρτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεόρτιοι οι προεόρτιες τα προεόρτια
      γενική των προεόρτιων των προεόρτιων των προεόρτιων
    αιτιατική τους προεόρτιους τις προεόρτιες τα προεόρτια
     κλητική προεόρτιοι προεόρτιες προεόρτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεόρτιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεόρτιος < αρχαία ελληνική πρό + -εόρτιος (ἑορτή, δείτε και ἑόρτιος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.eˈoɾ.ti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ε‐όρ‐τι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

προεόρτιος, -α, -ο

  1. που συμβαίνει πριν από μία γιορτή
     αντώνυμα: μεθεόρτιος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό → δείτε τη λέξη προεόρτια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεόρτιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεόρτιος

  Επίθετο

επεξεργασία

προεόρτιος, -ος, -ον

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἑορτή



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / προεόρτιος τὸ προεόρτιον
      γενική τοῦ/τῆς προεορτίου τοῦ προεορτίου
      δοτική τῷ/τῇ προεορτί τῷ προεορτί
    αιτιατική τὸν/τὴν προεόρτιον τὸ προεόρτιον
     κλητική ! προεόρτιε προεόρτιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προεόρτιοι τὰ προεόρτι
      γενική τῶν προεορτίων τῶν προεορτίων
      δοτική τοῖς/ταῖς προεορτίοις τοῖς προεορτίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς προεορτίους τὰ προεόρτι
     κλητική ! προεόρτιοι προεόρτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προεορτίω τὼ προεορτίω
      γεν-δοτ τοῖν προεορτίοιν τοῖν προεορτίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεόρτιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρό + -εόρτιος (ἑορτή, δείτε και ἑόρτιος)

  Επίθετο

επεξεργασία

προεόρτιος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἑορτή