Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθεόρτιος η μεθεόρτια το μεθεόρτιο
      γενική του μεθεόρτιου της μεθεόρτιας του μεθεόρτιου
    αιτιατική τον μεθεόρτιο τη μεθεόρτια το μεθεόρτιο
     κλητική μεθεόρτιε μεθεόρτια μεθεόρτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθεόρτιοι οι μεθεόρτιες τα μεθεόρτια
      γενική των μεθεόρτιων των μεθεόρτιων των μεθεόρτιων
    αιτιατική τους μεθεόρτιους τις μεθεόρτιες τα μεθεόρτια
     κλητική μεθεόρτιοι μεθεόρτιες μεθεόρτια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθεόρτιος < μεσαιωνική ελληνική μεθεόρτιος < μετά + ἑορτή

  Επίθετο επεξεργασία

μεθεόρτιος, -α, -ο

  1. που συμβαίνει μετά από μία γιορτή
     αντώνυμα: προεόρτιος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό μεθεόρτια:
     αντώνυμα: προεόρτια

  Μεταφράσεις επεξεργασία