μεθεόρτιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθεόρτιος < μεσαιωνική ελληνική μεθεόρτιος < μετά + ἑορτή
Επίθετο επεξεργασία
μεθεόρτιος, -α, -ο
- που συμβαίνει μετά από μία γιορτή
- (ουσιαστικοποιημένο) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό μεθεόρτια: