Δείτε επίσης: ὑστερόχρονος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υστερόχρονος η υστερόχρονη το υστερόχρονο
      γενική του υστερόχρονου της υστερόχρονης του υστερόχρονου
    αιτιατική τον υστερόχρονο την υστερόχρονη το υστερόχρονο
     κλητική υστερόχρονε υστερόχρονη υστερόχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υστερόχρονοι οι υστερόχρονες τα υστερόχρονα
      γενική των υστερόχρονων των υστερόχρονων των υστερόχρονων
    αιτιατική τους υστερόχρονους τις υστερόχρονες τα υστερόχρονα
     κλητική υστερόχρονοι υστερόχρονες υστερόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υστερόχρονος < (ελληνιστική κοινήὑστερόχρονος, μορφολογικά αναλύεται υστερό- + -χρονος

  Επίθετο επεξεργασία

υστερόχρονος, -η, -ο

  1. που εμφανίζεται ή γίνεται ύστερα από κάτι άλλο, σε μεταγενέστερο χρόνο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) υστερόχρονο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία