υστερόχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υστερόχρονος < (ελληνιστική κοινή) ὑστερόχρονος, μορφολογικά αναλύεται υστερό- + -χρονος
Επίθετο επεξεργασία
υστερόχρονος, -η, -ο
- που εμφανίζεται ή γίνεται ύστερα από κάτι άλλο, σε μεταγενέστερο χρόνο
- (ουσιαστικοποιημένο) υστερόχρονο
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υστερόχρονος