Επίθετο

επεξεργασία

later (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. μεταγενέστερος
    ⮡  at one of our later meetings - σε μια από τις μεταγενέστερες συναντήσεις μας
    ⮡  Later events proved me right.
    Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν ότι είχα δίκιο.

  Επίρρημα

επεξεργασία

later (en)

  1. έπειτα, κατόπιν, αργότερα, σε μια στιγμή στο μέλλον· μετά την ώρα που μιλάω
    ⮡  I will tell you later.
    Θα σου πω έπειτα.
    ⮡  You go ahead and I’ll come later.
    Άντε μπροστά εσύ κι εγώ θα 'ρθω κατοπίν.
    ⮡  Two days later he came home.
    Δυο μέρες αργότερα ήρθε σπίτι.
  2. (ανεπίσημο) αντίο

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

later (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

later (la)