later
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαlater (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- μεταγενέστερος
- ⮡ at one of our later meetings - σε μια από τις μεταγενέστερες συναντήσεις μας
- ⮡ Later events proved me right.
- Τα μεταγενέστερα γεγονότα απόδειξαν ότι είχα δίκιο.
Επίρρημα
επεξεργασίαlater (en)
- έπειτα, κατόπιν, αργότερα, σε μια στιγμή στο μέλλον· μετά την ώρα που μιλάω
- ⮡ I will tell you later.
- Θα σου πω έπειτα.
- ⮡ You go ahead and I’ll come later.
- Άντε μπροστά εσύ κι εγώ θα 'ρθω κατοπίν.
- ⮡ Two days later he came home.
- Δυο μέρες αργότερα ήρθε σπίτι.
- ⮡ I will tell you later.
- (ανεπίσημο) αντίο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαlater (en)
- συγκριτικός βαθμός του late
Πηγές
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlater (la)