Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντίο < (άμεσο δάνειο) ιταλική addio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈdi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντί‐ο

  Επιφώνημα επεξεργασία

αντίο άκλιτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντίο ουδέτερο άκλιτο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • το τελευταίο αντίο: ο ύστατος χαιρετισμός σε νεκρό που εκφράζεται, συνήθως, με παρουσία στην κηδεία του
    πλήθος κόσμου ήλθε να πει το τελευταίο αντίο στον ποιητή

  Μεταφράσεις επεξεργασία