sooner or later
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
sooner or later (en)
- (ιδιωματισμός) αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή στο μέλλον, ακόμα κι αν δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς
- ↪ Justice always comes sooner or later.
- Η δικαιοσύνη πάντα έρχεται αργά ή γρήγορα.
- ↪ Justice always comes sooner or later.