αισχρόλογο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /esˈxɾo.lo.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αισ‐χρό‐λο‐γο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αισχρόλογο ουδέτερο
- χυδαία λέξη ή φράση, αισχρολογία
- ⮡ οι τοίχοι ήταν γεμάτοι συνθήματα και αισχρόλογα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αισχρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισχρόλογο
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αισχρόλογο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας