πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αισχρόλογο τα αισχρόλογα
      γενική του αισχρόλογου των αισχρόλογων
    αιτιατική το αισχρόλογο τα αισχρόλογα
     κλητική αισχρόλογο αισχρόλογα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αισχρόλογο < αισχρό- + -λογο [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αισχρόλογο ουδέτερο

  • χυδαία λέξη ή φράση, αισχρολογία
      οι τοίχοι ήταν γεμάτοι συνθήματα και αισχρόλογα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη αισχρός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία