↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αισχρόλογο τα αισχρόλογα
      γενική του αισχρόλογου των αισχρόλογων
    αιτιατική το αισχρόλογο τα αισχρόλογα
     κλητική αισχρόλογο αισχρόλογα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αισχρόλογο < αισχρό- + -λογο [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /esˈxɾo.lo.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αισ‐χρό‐λο‐γο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αισχρόλογο ουδέτερο

  • χυδαία λέξη ή φράση, αισχρολογία
    ⮡  οι τοίχοι ήταν γεμάτοι συνθήματα και αισχρόλογα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αισχρός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία