Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προστυχόκοσμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
προστυχόκοσμ
ος
οι
προστυχόκοσμ
οι
γενική
του
προστυχόκοσμ
ου
των
προστυχόκοσμ
ων
αιτιατική
τον
προστυχόκοσμ
ο
τους
προστυχόκοσμ
ους
κλητική
προστυχόκοσμ
ε
προστυχόκοσμ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προστυχόκοσμος
<
πρόστυχος
+
-ο-
+
κόσμος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προστυχόκοσμος
αρσενικό
(
προφορικό
)
πρόστυχος
/
χυδαίος
κόσμος
ή
λαός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
προστυχάνθρωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προστυχόκοσμος