Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προστυχόφατος οι προστυχόφατοι
      γενική του προστυχοφάτου των προστυχοφάτων
    αιτιατική τον προστυχόφατο τους προστυχοφάτους
     κλητική προστυχόφατε προστυχόφατοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προστυχόφατσα < πρόστυχος + -ο- + φάτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προστυχόφατσα αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία