προστυχοδουλειά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προστυχοδουλειά | οι | προστυχοδουλειές |
γενική | της | προστυχοδουλειάς | των | προστυχοδουλειών |
αιτιατική | την | προστυχοδουλειά | τις | προστυχοδουλειές |
κλητική | προστυχοδουλειά | προστυχοδουλειές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προστυχοδουλειά θηλυκό
- (προφορικό) προστυχιά, πρόστυχη ενέργεια ή πράξη
- (προφορικό, μεταφορικά) δουλειά κατώτερης ποιότητας
Μεταφράσεις επεξεργασία
προστυχοδουλειά
|