Ετυμολογία

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vulgaire vulgaires

vulgaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κοινός, πασίγνωστος
  2. χυδαίος, πρόστυχος
  3. κοινός, κλασικός, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον

Συγγενικά

επεξεργασία