υπεραφθονία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραφθονία < υπεράφθονος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superabundance)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπεραφθονία θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεραφθονία
|