pescador
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | pescador | pescadores |
θηλυκό | pescadora | pescadoras |
pescador (pt)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
αρσενικό | pescador | pescadores |
θηλυκό | pescadora | pescadoras |
pescador (pt)