ὄψον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὄψον | τὰ | ὄψᾰ |
γενική | τοῦ | ὄψου | τῶν | ὄψων |
δοτική | τῷ | ὄψῳ | τοῖς | ὄψοις |
αιτιατική | τὸ | ὄψον | τὰ | ὄψᾰ |
κλητική ὦ! | ὄψον | ὄψᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄψω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὄψοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄψον, ήδη ομηρικό < θέμα ὀψ-, όπως και στο επίρρημα ὀψέ (αργά, μετά από καιρό, απόψε πιθανόν και: επιπλέον) . Η ετυμολόγηση του θέματος, με πολλές εκδοχές. Πιθανόν, συσχετίζεται με το αρχαίο ὀπί, μυκηναϊκή 𐀃𐀠 (o-pi) (δείτε ὄπισθεν), ή με λατινικές προθέσεις όπως ob, op. Δε θεωρείται ικανοποιητική πλέον η παλιότερη πρόταση για σύνδεση με το ψῆν (απαρέμφατο του *ψήω), ψωμός, ψήχω.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄψον ουδέτερο
- (αρχική σημασία) προσφάγι
- τροφή
- (γαστρονομία) έδεσμα
- καρύκευμα
- (ιχθυολογία) ψάρι
- ιχθυοπωλείο, ιχθυαγορά
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ψάρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ὄψον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄψον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.