ὀψάριον
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀψάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀψάριον < υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὄψον (ετοιμασμένη τροφή, προσφάγι, μεζές)
- ὀψάριον > ψάριν > νέα ελληνικά : ψάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀψάριον ουδέτερο
- (τρόφιμο) το ψάρι
- ※ 10ος αιώνας - ⌘ Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905‑959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829 - σελ.463.18‑464 @books.google Βιβλίο Α'. D., Κεφάλαιο: "Διὰ τῆς βασιλικῆς ὑπουργίας"
- σκορτζίδια λόγῳ τοῦ δεσποτικοῦ ἐλαίου, φασούλιν, ὀρύζιν, πιστάκιν, ἀμύγδαλον, φακὴν παρεῖχον πάλαι τὰ δύο κουρατωρίκια, ὁμοίως καὶ τὸ ἔλαιον· τὰ δὲ λοιπὰ βρώσιμα, ἤγουν λαρδὴν, ἀπόκτιν, τυρὶν, ὀψάρια παστὰ, σφακτὰ, πρόβατα ὕπαρνα, ἀγελάδια ὑπόμοσχα καὶ οἶνον ἐγχώριον χορηγοῦσιν οἱ πρωτονοτάριοι. [οι βαρείες sic]
- ※ 10ος αιώνας - ⌘ Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905‑959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829 - σελ.463.18‑464 @books.google Βιβλίο Α'. D., Κεφάλαιο: "Διὰ τῆς βασιλικῆς ὑπουργίας"
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασία- ὀψάρια (πληθυντικός)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀψάριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀψάριον | τὰ | ὀψάριᾰ |
γενική | τοῦ | ὀψαρίου | τῶν | ὀψαρίων |
δοτική | τῷ | ὀψαρίῳ | τοῖς | ὀψαρίοις |
αιτιατική | τὸ | ὀψάριον | τὰ | ὀψάριᾰ |
κλητική ὦ! | ὀψάριον | ὀψάριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀψαρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀψαρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀψάριον < υποκοριστικό του ὄψον (μαγειρεμένο φαγητό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀψάριον ουδέτερο
- υποκοριστικό του ὄψον (μαγειρεμένο φαγητό)
- (τρόφιμο) ψάρι
- ≈ συνώνυμα: ἰχθύς
- ※ Εἰ μὴ παραμυθῇ μ’ ὀψαρίοις ἑκάστοτε / τὴν δ’ ἕωλον ἀναβεβρασμένην / καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ’ εὖ. (Αριστοφάνης, Αποσπάσματα (εκδ. Edmonds), 45-46)