ὀψωνέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀψωνέω < ὄψος
Ρήμα
επεξεργασίαὀψωνέω
- προμήθεια τροφίμων
Κλίση
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀψωνέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.