Δείτε επίσης: Ψαρού
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαρού οι ψαρούδες
      γενική της ψαρούς των ψαρούδων
    αιτιατική την ψαρού τις ψαρούδες
     κλητική ψαρού ψαρούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρού < ψαράς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psaˈɾu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψα‐ρού

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαρού θηλυκό

  1. γυναίκα ψαρά
  2. (επάγγελμα) ιδιοκτήτρια ή υπάλληλος σε κατάστημα που πουλάει ψάρια
  3. (οικείο) περιοχή που πουλιούνται ψάρια, κοντά σε θάλασσα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ψαρού