Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαρωμένος η ψαρωμένη το ψαρωμένο
      γενική του ψαρωμένου της ψαρωμένης του ψαρωμένου
    αιτιατική τον ψαρωμένο την ψαρωμένη το ψαρωμένο
     κλητική ψαρωμένε ψαρωμένη ψαρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαρωμένοι οι ψαρωμένες τα ψαρωμένα
      γενική των ψαρωμένων των ψαρωμένων των ψαρωμένων
    αιτιατική τους ψαρωμένους τις ψαρωμένες τα ψαρωμένα
     κλητική ψαρωμένοι ψαρωμένες ψαρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψαρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ψαρωμένος, -η, -ο

  • που έχει ψαρώσει, που νιώθει αδύναμος και αμήχανος απέναντι στους ανωτέρους του

  Μεταφράσεις επεξεργασία