ψαρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ψαρώνω
Μετοχή επεξεργασία
ψαρωμένος, -η, -ο
- που έχει ψαρώσει, που νιώθει αδύναμος και αμήχανος απέναντι στους ανωτέρους του
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψαρωμένος
|