Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψαροπάζαρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ψαροπάζαρ
ο
τα
ψαροπάζαρ
α
γενική
του
ψαροπάζαρ
ου
των
ψαροπάζαρ
ων
αιτιατική
το
ψαροπάζαρ
ο
τα
ψαροπάζαρ
α
κλητική
ψαροπάζαρ
ο
ψαροπάζαρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψαροπάζαρο
<
ψαρο-
+
παζάρ(ι)
+
-ο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
psa.ɾoˈpa.za.ɾo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψαροπάζαρο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
) η
ψαραγορά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψαροπάζαρο
→
δείτε
τη λέξη
ψαραγορά