Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ψαρευτική
      γενική της ψαρευτικής
    αιτιατική την ψαρευτική
     κλητική ψαρευτική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαρευτική < ψαρεύω + -τική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψαρευτική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία