ψαρόμυαλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ψαρόμυαλος, -η, -ο
- (μειωτικό) που το μυαλό του είναι τόσο μικρό όσο ενός ψαριού
- ≈ συνώνυμα: ανόητος, ελαφρόμυαλος, αυτός που δεν έχει κουκούτσι μυαλό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ψαρόμυαλος
|