ψάρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψάρακας | οι | ψάρακες |
γενική | του | ψάρακα | — | |
αιτιατική | τον | ψάρακα | τους | ψάρακες |
κλητική | ψάρακα | ψάρακες | ||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψάρακας < ψάρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ακας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψάρακας αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό, περιπαιχτικά) ο νεοσύλλεκτος φαντάρος, το στραβάδι