↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψαρούκλα οι ψαρούκλες
      γενική της ψαρούκλας
    αιτιατική την ψαρούκλα τις ψαρούκλες
     κλητική ψαρούκλα ψαρούκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρούκλα < ψάρ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ούκλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαρούκλα θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το μεγάλο ψάρι
    χτες έπιασε μια ψαρούκλα τόσο μεγάλη που, επειδή δεν θα τον πίστευαν, αμέσως πόζαρε κρατώντας την και με παρακάλεσε να τον βγάλω φωτογραφία
  2. (στρατιωτική αργκό) ο νεοσύλλεκτος στρατιώτης
    απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες[1]
     συνώνυμα: νέοπας, στραβάδι, ψάρακας, ψάρι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Στιχούργημα των φαντάρων του Ελληνικού Στρατού (ξηράς) που τελείωσαν ή αναμένουν την ολοκλήρωση της θητείας τους.