Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψαρικός η ψαρική το ψαρικό
      γενική του ψαρικού της ψαρικής του ψαρικού
    αιτιατική τον ψαρικό την ψαρική το ψαρικό
     κλητική ψαρικέ ψαρική ψαρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψαρικοί οι ψαρικές τα ψαρικά
      γενική των ψαρικών των ψαρικών των ψαρικών
    αιτιατική τους ψαρικούς τις ψαρικές τα ψαρικά
     κλητική ψαρικοί ψαρικές ψαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψαρικός< ψάρι

  Επίθετο επεξεργασία

ψαρικός, -ή, -ό

  1. ο αναφερόμενος στα ψάρια και στο ψάρεμα.
  2. το θηλυκό ως ουσ. Η ψαρική → δείτε τη λέξη 
  3. το ουδέτερο ως ουσ. Το ψαρικό → δείτε τη λέξη 

Άλλες μορφές επεξεργασία