↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαρικό τα ψαρικά
      γενική του ψαρικού των ψαρικών
    αιτιατική το ψαρικό τα ψαρικά
     κλητική ψαρικό ψαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρικό < ουδέτερο του επίθ. ψαρικός ως ουσ.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαρικό ουδέτερο

  1. (προφορικό) τα ψάρια που τρώμε.
    → δείτε τη λέξη  ψάρος.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία