balık
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | balık | balıklar |
γενική | balığın | balıkların |
δοτική | balığa | balıklara |
αιτιατική | balığı | balıkları |
τοπική | balıkta | balıklarda |
αφαιρετική | balıktan | balıklardan |
Ετυμολογία
επεξεργασία- balık < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική بالق (balık)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbalık (tr)
- (ιχθυολογία, αλιεία) το ψάρι
- ⮡ Balık var mı? - έχετε ψάρι;
- ⮡ onlar balık tutmak istiyorlar - αυτοί θέλουν να πάρουν ψάρι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- balık - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- balık - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr