αφρόψαρο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αφρόψαρο | τα | αφρόψαρα |
γενική | του | αφρόψαρου | των | αφρόψαρων |
αιτιατική | το | αφρόψαρο | τα | αφρόψαρα |
κλητική | αφρόψαρο | αφρόψαρα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αφρόψαρο ουδέτερο
- (ιχθυολογία) ψάρι του αφρού· μικρό ψάρι που ζει σε μικρό βάθος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αφρόψαρο