χελιδονόψαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χελιδονόψαρο < χελιδον(ι) + -ό- + -ψαρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχελιδονόψαρο ουδέτερο
- ονομασία διάφορων ψαριών που έχουν τη δυνατότητα να πετάνε για μικρό διάστημα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
- (ψάρι) (ειδικότερα) το ψάρι με την επιστημονική ονομασία: Exocoetus volitans