Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψαρότοπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ψαρότοπ
ος
οι
ψαρότοπ
οι
γενική
του
ψαρότοπ
ου
των
ψαρότοπ
ων
αιτιατική
τον
ψαρότοπ
ο
τους
ψαρότοπ
ους
κλητική
ψαρότοπ
ε
ψαρότοπ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψαρότοπος
<
ψαρό-
+
-τοπος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψαρότοπος
αρσενικό
(
αλιεία
) τοποθεσία όπου μπορεί κανείς να βρει σε αφθονία
ψάρια
για να ψαρέψει με ευκολία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψαρότοπος
αγγλικά
:
fishery
(en)