Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεψάρωτος η ξεψάρωτη το ξεψάρωτο
      γενική του ξεψάρωτου της ξεψάρωτης του ξεψάρωτου
    αιτιατική τον ξεψάρωτο την ξεψάρωτη το ξεψάρωτο
     κλητική ξεψάρωτε ξεψάρωτη ξεψάρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεψάρωτοι οι ξεψάρωτες τα ξεψάρωτα
      γενική των ξεψάρωτων των ξεψάρωτων των ξεψάρωτων
    αιτιατική τους ξεψάρωτους τις ξεψάρωτες τα ξεψάρωτα
     κλητική ξεψάρωτοι ξεψάρωτες ξεψάρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεψάρωτος < ξεψαρώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ξεψάρωτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία