↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαρονέφρι τα ψαρονέφρια
      γενική του ψαρονεφριού των ψαρονεφριών
    αιτιατική το ψαρονέφρι τα ψαρονέφρια
     κλητική ψαρονέφρι ψαρονέφρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κομμάτια ψαρονέφρι.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρονέφρι < ψαρο- (χωρίς σχέση με το ψαρο- < ψάρι) < υποθετικό υποκοριστικό *ψυάριον / *ψοιάριον με σίγηση του ημιφώνου πριν από το [a] ανάμεσα σε [s] και φωνήεν (όπως και ψιάθιον > ψαθί) < αρχαία ελληνική ψύα / ψόα + νεφρ(ός) + [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psa.ɾoˈne.fɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψα‐ρο‐νέ‐φρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψαρονέφρι ουδέτερο [3]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. ψαρονέφρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. ψαρονέφριΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)