Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψύα [ῠ] θηλυκό (πληθυντικός ψύαι)

  • → δείτε τη λέξη ψόα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία