Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαροφάγος < ψαρο- + -φάγος

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψαροφάγος οι ψαροφάγοι
      γενική του ψαροφάγου των ψαροφάγων
    αιτιατική τον ψαροφάγο τους ψαροφάγους
     κλητική ψαροφάγε ψαροφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ψαροφάγος αρσενικό [3]

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ως ουσιαστικά, αρσενικό -ος, θηλυκό -α στο Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  2. ως επίθετο σε -ος, -ος, -ο στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. ως αρσενικό ουσιαστικό στο ψαροφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας