ψαροφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψα‐ρο‐φά‐γος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψαροφάγος | η | ψαροφάγα | το | ψαροφάγο |
γενική | του | ψαροφάγου | της | ψαροφάγας | του | ψαροφάγου |
αιτιατική | τον | ψαροφάγο | την | ψαροφάγα | το | ψαροφάγο |
κλητική | ψαροφάγε | ψαροφάγα | ψαροφάγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψαροφάγοι | οι | ψαροφάγες | τα | ψαροφάγα |
γενική | των | ψαροφάγων | των | ψαροφάγων | των | ψαροφάγων |
αιτιατική | τους | ψαροφάγους | τις | ψαροφάγες | τα | ψαροφάγα |
κλητική | ψαροφάγοι | ψαροφάγες | ψαροφάγα | |||
Και λόγιο θηλυκό όπως η κλίση του αρσενικού. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- που (του αρέσει να) τρώει ψάρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαροφάγος
|
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψαροφάγος αρσενικό [3]
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ως ουσιαστικά, αρσενικό -ος, θηλυκό -α στο Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ ως επίθετο σε -ος, -ος, -ο στο Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ως αρσενικό ουσιαστικό στο ψαροφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας