Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιχθυοφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
ιχθυοφάγ
ος
οι
ιχθυοφάγ
οι
γενική
του
/
της
ιχθυοφάγ
ου
των
ιχθυοφάγ
ων
αιτιατική
τον
/
την
ιχθυοφάγ
ο
τους
/
τις
ιχθυοφάγ
ους
κλητική
ιχθυοφάγ
ε
ιχθυοφάγ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιχθυοφάγος
<
ιχθύ(ς)
+
-ο-
+
-φάγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ιχθυοφάγος
αρσενικό ή θηλυκό
αυτός που
τρέφεται
κυρίως ή μόνο με
ψάρια
Συγγενικά
επεξεργασία
ιχθυοφαγία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιχθυοφάγος
γαλλικά
:
ichtyophage
(fr)