ichtyophage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ichtyophage < αρχαία ελληνική
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ichtyophage | ichtyophages |
ichtyophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ichtyophage | ichtyophages |
ichtyophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό