Ετυμολογία

επεξεργασία
ichtyophage < αρχαία ελληνική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iktjɔfaʒ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ichtyophage ichtyophages

ichtyophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ichtyophage ichtyophages

ichtyophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό