Ουσιαστικό

επεξεργασία

fisc (en)

Συγγενικά

επεξεργασία


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fisc (ang)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
fisc < λατινική fiscus (καλάθι για να βάζει ο κόσμος λεφτά)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fisk/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fisc fiscs

fisc (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία