fiscalisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- fiscalisation < fiscaliser
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fis.ka.li.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fiscalisation | fiscalisations |
fiscalisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
fiscalisation | fiscalisations |
fiscalisation (fr) θηλυκό