Ετυμολογία

επεξεργασία
fiscalité < fiscal

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fis.ka.li.te/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fiscalité fiscalités

fiscalité (fr) θηλυκό

  1. το φορολογικό σύστημα
  2. το σύνολο των νόμων που σχετίζονται με τους φόρους, η φορολογία

Συγγενικά

επεξεργασία