ψαρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψαρεύω
Ρήμα
επεξεργασίαψαρεύομαι
- (για ψάρι με ψαρεύουν.
- οι κολιοί ψαρεύονται τον Αύγουστο, λέει η παροιμία
- ((μεταφορικά)) προσπαθεί κάποιος να μου αποσπάσει πληροφορίες με το ζόρι.
- ο Νίκος συνάντησε τον Κώστα στο δρόμο και τον ψάρεψε για να μάθει
κάποια πράγματα γι' αυτόν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψαρεύομαι
|