Ετυμολογία

επεξεργασία
ψαρεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψαρεύω

ψαρεύομαι

  1. (για ψάρι με ψαρεύουν.
    οι κολιοί ψαρεύονται τον Αύγουστο, λέει η παροιμία
  2. ((μεταφορικά)) προσπαθεί κάποιος να μου αποσπάσει πληροφορίες με το ζόρι.
    ο Νίκος συνάντησε τον Κώστα στο δρόμο και τον ψάρεψε για να μάθει

κάποια πράγματα γι' αυτόν.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία