ενεστώτας debar
γ΄ ενικό ενεστώτα debars
αόριστος debarred
παθητική μετοχή debarred
ενεργητική μετοχή debarring

debar (en) (επίσημο)

  • απαγορεύω, αποτρέπω επίσημα κάποιον από το να κάνει κάτι, να συμμετάσχει σε κάτι κτλ.
    ⮡  He was debarred from holding public office.
    Του απαγορεύτηκε να κατέχει δημόσιο αξίωμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη prohibit