debar
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | debar |
γ΄ ενικό ενεστώτα | debars |
αόριστος | debarred |
παθητική μετοχή | debarred |
ενεργητική μετοχή | debarring |
Ρήμα
επεξεργασία- απαγορεύω, αποτρέπω επίσημα κάποιον από το να κάνει κάτι, να συμμετάσχει σε κάτι κτλ.