ενεστώτας forbid
γ΄ ενικό ενεστώτα forbids
αόριστος forbid, forbade, forbad
παθητική μετοχή forbidden
ενεργητική μετοχή forbidding
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

forbid (en)

  • απαγορεύω, δίνω εντολή σε κάποιον να μην κάνει κάτι ή ότι κάτι δεν πρέπει να γίνει
    ⮡  I forbid you from leaving.
    Σου απαγορεύω να φύγεις.
    ⮡  Smoking is forbidden.
    Απαγορεύεται το κάπνισμα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη prohibit