ricochet
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- PAGENAME < (άμεσο δάνειο) γαλλική ricochet μέσος 18ος αιώνας, αρχικά ως πολεμική ορολογία[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ricochet | ricochets |
ricochet (en)
- εξοστρακισμός βλήματος
- ανάκρουση, πρόσκρουση κάπου και απότομο τίναγμα προς τα πίσω
- ισχυρό αναπήδημα, το γκελ, η αναπήδηση, το αναπήδημα, το σκίρτημα, το ανασκίρτημα
- Συνώνυμα: bounce, rebound, reflection
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | ricochet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ricochets |
αόριστος | ricocheted |
παθητική μετοχή | ricocheted |
ενεργητική μετοχή | ricocheting |
ricochet (en)
- εξοστρακίζομαι (για βλήμα)
- ανακρούω, προσκρούω κάπου και τινάζομαι απότομα προς τα πίσω
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- PAGENAME < άγνωστης ετυμολογίας[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ricochet | ricochets |
ricochet (fr)
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ricochet - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé