Ετυμολογία

επεξεργασία
PAGENAME < (άμεσο δάνειο) γαλλική ricochet μέσος 18ος αιώνας, αρχικά ως πολεμική ορολογία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈrɪkəʃeɪ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ricochet ricochets

ricochet (en)

  1. εξοστρακισμός βλήματος
    • ανάκρουση, πρόσκρουση κάπου και απότομο τίναγμα προς τα πίσω
  2. ισχυρό αναπήδημα, το γκελ, η αναπήδηση, το αναπήδημα, το σκίρτημα, το ανασκίρτημα
ενεστώτας ricochet
γ΄ ενικό ενεστώτα ricochets
αόριστος ricocheted
παθητική μετοχή ricocheted
ενεργητική μετοχή ricocheting

ricochet (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ricochet - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
PAGENAME < άγνωστης ετυμολογίας[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁikɔʃɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ricochet ricochets

ricochet (fr)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ricochet - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé