γκελ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γκελ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκελ ουδέτερο άκλιτο
- αναπήδημα ενός αντικειμένου που πέφτει στο έδαφος
γκελ ουδέτερο άκλιτο