bounce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bounce | bounces |
bounce (en)
- το γκελ, η αναπήδηση, το αναπήδημα, το σκίρτημα, το ανασκίρτημα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bounce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bounces |
αόριστος | bounced |
παθητική μετοχή | bounced |
ενεργητική μετοχή | bouncing |
bounce (en)
- αναπηδώ (για κίνηση μπάλας ή άλλη παρόμοια κίνηση)