bounced check
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bounced check | bounced checks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαbounced check (en) (αμερικανική γραφή)
- (οικονομία) η επιταγή χωρίς αντίκρισμα
ενικός | πληθυντικός |
bounced check | bounced checks |
bounced check (en) (αμερικανική γραφή)